- σκοτεινιάζω
- assombrir
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκοτεινιάζω — σκοτεινιάζω, σκοτείνιασα, σκοτεινιασμένος βλ. πίν. 35 (και ως απρόσ. σκοτεινιάζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκοτεινιάζω — Ν [σκοτεινιά] 1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει… … Dictionary of Greek
σκοτεινιάζω — σκοτείνιασα, σκοτεινιασμένος 1. αμτβ., γίνομαι σκοτεινός: Σκοτείνιασε ο ουρανός. 2. γίνομαι σκυθρωπός: Σκοτείνιασε η όψη του. 3. στο τρίτο ενικό πρόσωπο, βραδιάζει, νυχτώνει: Βασίλεψε ο ήλιος κι άρχισε να σκοτεινιάζει. 4. μτβ., κάνω κάτι σκοτεινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταζοφώ — καταζοφῶ, όω (Μ) 1. επισκοτίζω, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζοφῶ «σκοτεινιάζω» (< ζόφος «σκότος»)] … Dictionary of Greek
υπαχλύνομαι — Α παθ. σκοτεινιάζω βαθμιαία («ὑπηχλύνθη... οὐρανός», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀχλύνομαι «καλύπτομαι με ομίχλη, σκοτεινιάζω»] … Dictionary of Greek
υποσκιάζω — ὑποσκιάζω ΝΑ 1. καθιστώ κάτι κάπως σκιερό 2. (αμτβ.) αρχίζω να γίνομαι σκιερός, να σκοτεινιάζω αρχ. μέσ. ὑποσκιάζομαι σκιάζομαι από κάτω («τῇ συκῇ τοῡ πικροῡ βίου ὑποσκιάζεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιάζω «καλύπτω, σκοτεινιάζω» … Dictionary of Greek
ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω … Dictionary of Greek
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
απαυγάζω — ἀπαυγάζω (AM) ακτινοβολώ, λάμπω (μσν., ομαι) σκοτεινιάζω, χάνω τη λάμψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αυγάζω < αυγή] … Dictionary of Greek
αποσκοτίζω — ἀποσκοτίζω (Α) 1. προκαλώ σκοτάδι, σκοτεινιάζω, θαμπώνω 2. μετακινούμαι από τη θέση μου για να μην πέφτει η σκιά μου πάνω σε κάποιον … Dictionary of Greek
αχλύω — ἀχλύω (Α), ἀχλυῶ ( όω) (Μ) σκοτεινιάζω, μαυρίζω κάτι αρχ. γίνομαι σκοτεινός … Dictionary of Greek